Αθήνα 21/09/2025. Ώρα περίπου 20:30. Μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Βρέθηκα στο Σύνταγμα. Εκεί όπου είχε προηγηθεί κάλεσμα συμπαράστασης στον Πάνο Ρούτσι, που πραγματοποιεί απεργία πείνας διεκδικώντας το δικαίωμά του για εκταφή του παιδιού του, για να μάθει επιτέλους, τόσο αυτός όσο και όλοι οι συγγενείς των δολοφονημένων ανθρώπων στα Τέμπη, την αλήθεια για τον θάνατο των αγαπημένων τους. Και μαζί τους, όλη η Ελλάδα και η Κύπρος, που με έναν απίστευτο τρόπο αγκάλιασαν αυτούς τους ανθρώπους σαν να ήταν δικοί τους συγγενείς.
Πάνος Ρούτσι: «Θα συνεχίσω μέχρι τέλους»
Αυτό που βίωσα την Κυριακή το βράδυ στο Σύνταγμα ήταν απίστευτο. Ήταν ό,τι πιο συγκινητικό και ταυτόχρονα ό,τι πιο εξοργιστικό έχω βιώσει στη ζωή μου. Εξοργιστικό, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω όλο αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι ένας πατέρας που εδώ και 2,5 χρόνια πενθεί το 23χρονο παιδί του έφτασε, εξαιτίας του ίδιου του του κράτους και της πολιτικής συγκάλυψης που ακολουθεί, σε αυτό το σημείο απελπισίας, για να μάθει την αλήθεια που δεν του λένε. Εξοργιστικό, γιατί δεν μπορούσα να δεχτώ ότι πίσω μου ακριβώς οι εύζωνες έκαναν κανονικά ό,τι κάνουν κάθε μέρα εδώ και χρόνια, έχοντας γίνει σύμβολα της Δημοκρατίας, ενώ μπροστά τους εκτυλισσόταν μια τέτοια τραγωδία. Και δεν έφταιγαν οι εύζωνες. Δεν φταίνε αυτοί που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Φταίνε αυτοί που δεν κάνουν σωστά την δική τους δουλειά. Αυτοί που θέλουν να ονομάζονται κυβέρνηση μιας δημοκρατικής χώρας. Αυτοί που θέλουν να ονομάζονται Δικαστήριο μιας Ευρωπαϊκής χώρας, αλλά είναι προφανές πως δεν τηρούν ούτε καν την πιο βασική αρχή μιας δημοκρατίας: την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Ταυτόχρονα, όμως, μέσα απ’ όλη την οργή και τον πόνο που ένιωσα, είδα και την ελπίδα να διαγράφεται μπροστά μου. Μια αμυδρή ελπίδα ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει επιτέλους. Είδα κόσμο μαζεμένο για έναν κοινό σκοπό. Κόσμο που άκουγα να μιλάει δίπλα μου και να εκφράζει πόσο αβάσταχτη του φαίνεται αυτή η ιστορία, πόσο θαυμάζει τον κύριο Ρούτσι. Πώς αυτός ο άνθρωπος, που ρισκάρει τη ζωή του, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχει κάτι παραπάνω να χάσει, δίνει ο ίδιος κουράγιο στον κόσμο που πηγαίνει δακρυσμένος να του κάνει μια αγκαλιά.
Λίγο αργότερα, όλοι όσοι ήμασταν εκεί σχηματίσαμε έναν κύκλο. Κάποια παιδιά έβγαλαν τις κιθάρες τους και άρχισαν να τραγουδούν, όπως κάθε βράδυ, μας είπαν. Ο κύριος Ρούτσι ήρθε και κάθισε κι αυτός στον κύκλο μαζί μας, με τα νέα παιδιά που θα μπορούσαν να είναι το παιδί του, που αυτός δεν θα ξαναδεί, και που τυχαία δεν βρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο τρένο. Η εικόνα και οι σκέψεις αυτές, μαζί με τη δύναμη της μουσικής, μοιραία έφεραν δάκρυα στα μάτια μου. Χωρίς να το καταλάβω. Απλά συνέβη και δεν μπόρεσα να τα συγκρατήσω.
Γύρω μου, κόσμος συζητούσε τι άλλο μπορεί να γίνει. Κάποιοι πρότειναν να κατασκηνώσουμε στο Σύνταγμα. Ένα αγοράκι, 3–4 ετών, τραγουδούσε με πάθος: «Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ» και «Δεν θα περάσει ο φασισμός». Ένα άλλο παιδί προσέφερε μπύρες σε όποιον καθόταν εκεί. Μια κοπέλα απάντησε: «Αύριο εγώ».
Κάθε βράδυ, στις 23:18, διαβάζονται τα ονόματα όσων δολοφονήθηκαν στα Τέμπη. Επιπλέον, δύο ακόμα άνθρωποι έχουν ξεκινήσει απεργία πείνας για συμπαράσταση, χωρίς όμως να έχουν χάσει κάποιον στο τρένο.
Προσωπικά, το μόνο που ήθελα να πω σ’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν να του κάνω μια αγκαλιά και να του πω «ευχαριστώ». Το «ευχαριστώ» που θα ήθελα να πω και σε κάθε έναν από αυτούς τους ανθρώπους που παλεύουν για τη δικαίωση των αγαπημένων τους. Όχι μόνο γιατί τα δικά τους παιδιά δεν θα μεγαλώσουν ή γιατί ένα μικρό αγοράκι θα μεγαλώσει χωρίς μάνα. Δυστυχώς, ό,τι και να γίνει, αυτό δεν αλλάζει. Θα ήθελα, λοιπόν, να τους πω «ευχαριστώ», γιατί παλεύουν και για μένα. Για ένα δικαιότερο και ασφαλέστερο κόσμο. Για έναν κόσμο όπου κανείς δεν θα φοβάται να μπει στο τρένο, γιατί ζει σ’ ένα κράτος που κοστολογεί τη ζωή του όσο ένα εισιτήριο.
Μήπως τελικά δεν είναι όλα τόσο μαύρα; Ίσως τελικά, όλοι μαζί μπορούμε να νικήσουμε τη διαφθορά; Μπορεί όντως να ανατραπεί αυτό το σάπιο σύστημα; Γιατί τελικά, «αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».