Οι «ανυπάκουες» γυναίκες κρατούνται στις φυλακές «επιμόρφωσης» της Σαουδικής Αραβίας χωρίς τη δυνατότητα νομικής υποστήριξης, υποβάλλονται σε σωματικούς ελέγχους, τεστ παρθενίας και λαμβάνουν ηρεμιστικά χάπια χωρίς συναίνεση
Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Guardian προσφέρει μια σπάνια ματιά στην κατάσταση εκατοντάδων κοριτσιών και νεαρών γυναικών που κρατούνται στα μυστικά «σωφρονιστικά κέντρα» στη Σαουδική Αραβία.
Το να μιλήσει κανείς δημόσια ή να δημοσιεύσει πλάνα από αυτά τα «κέντρα φροντίδας» –τα αποκαλούμενα Νταρ αλ-Ρεαγιά (Dar al-Reaya)– θεωρείται αδύνατο σε μια χώρα όπου οι φωνές για τα δικαιώματα των γυναικών έχουν ουσιαστικά φιμωθεί.
Ωστόσο, τους τελευταίους έξι μήνες, ο Guardian συνέλεξε μαρτυρίες για τη ζωή εντός αυτών των ιδρυμάτων, τα οποία περιγράφονται ως «κολαστήρια» με εβδομαδιαίες μαστιγώσεις, καταναγκαστική θρησκευτική κατήχηση και πλήρη απομόνωση από τον έξω κόσμο.
Πότε μια γυναίκα καταλήγει στα Νταρ αλ-Ρεαγιά;
Πολλές από τις γυναίκες που έχουν σταλθεί στα «σωφρονιστικά ιδρύματα» δεν έχουν καταδικαστεί για κάποιο έγκλημα, αλλά βρέθηκαν εκεί επειδή υποτίθεται πως «ατίμασαν» την οικογένειά τους ή επιχείρησαν να ξεφύγουν από ενδοοικογενειακή βία.
Σύμφωνα με το βρετανικό Μέσο, κρατούνται εκεί χωρίς τη δυνατότητα νομικής υποστήριξης, υποβάλλονται σε σωματικούς ελέγχους, «τεστ παρθενίας» και φέρονται να λαμβάνουν ηρεμιστικά χάπια χωρίς συναίνεση. Σε αρκετές περιπτώσεις καταγράφονται απόπειρες αυτοκτονίας ή ακόμη και θάνατοι μέσα στα ιδρύματα.
«Ολα τα κορίτσια που μεγαλώνουν στη Σαουδική Αραβία γνωρίζουν το Dar al-Reaya και το φοβούνται. Είναι κόλαση», λέει χαρακτηριστικά μια νεαρή γυναίκα που κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό. Η Μαριάμ Αλντοσάρι, ακτιβίστρια που ζει στο Λονδίνο, τονίζει πως τα κορίτσια παραμένουν σε αυτά τα ιδρύματα μέχρι «να εναρμονιστούν με τους κανόνες».
Η περίπτωση της Αμίνα, μιας 25χρονης γυναίκας, είναι ενδεικτική. Επειτα από ξυλοδαρμό από τον πατέρα της, κατέφυγε σε ένα ίδρυμα στην πόλη Buraydah. Εκεί όμως αντιμετώπισε απαξίωση και απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής προστασίας. Το προσωπικό, αντί να σταθεί στο πλευρό της, υποβάθμισε την κατάστασή της και τελικά κάλεσε τον πατέρα της, ζητώντας και από τους δύο να συντάξουν «όρους συμφιλίωσης». Η ίδια αναγκάστηκε να υπογράψει υπό το βάρος του φόβου και χωρίς πραγματική επιλογή.
Οταν επέστρεψε στο σπίτι της, η κακοποίηση συνεχίστηκε και τελικά επέλεξε την εξορία. «Ενιωθα αόρατη, απροστάτευτη. Οτι η ζωή μου δεν είχε καμία αξία», λέει σήμερα.
Οι ακτιβιστές καλούν τη διεθνή κοινότητα να στρέψει την προσοχή της στις δομές αυτές, τις οποίες χαρακτηρίζουν έναν από τους πιο σκοτεινούς μηχανισμούς ελέγχου του καθεστώτος απέναντι στις γυναίκες.