Κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία από τη μια θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και από την άλλη οδηγούν ανθρώπους στον κοινωνικό αποκλεισμό, αναπτύσσονται στην κυπριακή κοινωνία, με το υπουργείο Υγείας και την ομάδα ιχνηλάτησης να δέχονται καθημερινά καταγγελίες τόσο από πολίτες όσο και από επαγγελματίες υγείας οι οποίοι βρίσκονται καθημερινά σε δύσκολη θέση.
Άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από τον κορωνοϊό, μετά την αποδέσμευση τους πέφτουν θύματα ρατσιστικών συμπεριφορών στον χώρο εργασίας τους, εάν πρόκειται για ενήλικες ή στο σχολικό τους περιβάλλον, εάν πρόκειται για μαθητές. Μάλιστα, αναφέρθηκαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες απαγορεύθηκε σε εργαζόμενους να επιστρέψουν στον χώρο εργασίας τους.
Από την άλλη, πολίτες απαγορεύουν σε φίλους, γνωστούς ή συγγενείς τους οι οποίοι παρουσιάζουν θετικό αποτέλεσμα να τους «δηλώσουν» ως επαφές, ενώ είναι και κάποιοι που απειλούν τους προσωπικούς τους γιατρούς ότι σε περίπτωση που θα τους καταχωρήσουν στην πλατφόρμα επαφών και κρουσμάτων και υποχρεωθούν σε καραντίνα θα τους εγκαταλείψουν και θα εγγραφούν στον κατάλογο άλλου γιατρού.
Το τελευταίο αυτό φαινόμενο ήταν πιο έντονο τις προηγούμενες εβδομάδες όταν έκαναν την εμφάνιση τους στον ιδιωτικό τομέα τα τεστ ταχείας διάγνωσης. Πολίτες υποβάλλονταν σε έλεγχο, παρουσίαζαν θετικό αποτέλεσμα, αλλά επειδή τα εργαστήρια δεν ήταν υποχρεωμένα να δηλώνουν τα αποτελέσματα των τεστ ταχείας διάγνωσης στο υπουργείο Υγείας, τα στοιχεία τους δεν καταχωρούνταν πουθενά. Όταν τα άτομα αυτά ενημέρωναν τον προσωπικό τους γιατρό, αντιδρούσαν όταν πληροφορούνταν πως ο γιατρός τους όφειλε να τους παραπέμψει για μοριακή εξέταση στα ιατρεία δημόσιας υγείας και αρνούνταν να συμμορφωθούν. Αρνούνταν παράλληλα να δηλώσουν τις επαφές τους με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ιχνηλάτηση τους στη συνέχεια. Οι αναφορές στο υπουργείο Υγείας ήταν αρκετές με αποτέλεσμα να ληφθεί τελικά απόφαση βάσει της οποίας όλα τα ιδιωτικά εργαστήρια τα οποία διενεργούν τεστ ταχείας διάγνωσης, να είναι πλέον υποχρεωμένα να «δηλώνουν» τα θετικά αποτελέσματα που εντοπίζουν κατά τη διάρκεια του 24ώρου.
Το πρόβλημα ωστόσο δεν επιλύθηκε πλήρως αφού, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις των αρμοδίων Αρχών, υπάρχουν ακόμα πολίτες οι οποίοι παρουσιάζουν θετικό αποτέλεσμα σε έλεγχο ταχείας διάγνωσης αλλά όταν επικοινωνήσει μαζί τους η ομάδα ιχνηλάτησης, αρνούνται πεισματικά να συνεργαστούν και δεν προσέρχονται ποτέ στο ραντεβού τους για μοριακή εξέταση.
«Επιβάλλεται αυτά τα φαινόμενα να τερματιστούν», τόνισε σε δηλώσεις της η λειτουργός της μονάδας επιδημιολογικής επιτήρησης Φανή Θεοφάνους, τονίζοντας «την ατομική ευθύνη που έχουμε ο κάθε ένας από εμάς». Για τους πολίτες που δέχονται ρατσισμό «πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ότι από τη στιγμή που αποδεσμεύονται βάσει επιστημονικών κριτηρίων δεν αποτελούν κίνδυνο και σίγουρα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν ήδη ταλαιπωρηθεί».