Οι μεγάλοι προϋπολογισμοί των τηλεοπτικών σειρών και οι υψηλές προδιαγραφές των παραγωγών προσελκύουν ολοένα και περισσότερο αναγνωρισμένους και καταξιωμένους ηθοποιούς του θεάτρου, στερώντας το δυναμικό από τις θεατρικές σκηνές, όπως φάνηκε στη φετινή διανομή του Εθνικού Θεάτρου.
Πιο ελκυστικό το πλατό από το σανίδι
Βεβαίως, το θέμα σχετίζεται κατά κύριο λόγο και με τον βιοπορισμό των καλλιτεχνών. Οι απολαβές στο θέατρο είναι πολύ πιο χαμηλές από εκείνες μιας τηλεοπτικής παραγωγής. «Οι αμοιβές των ηθοποιών στο Εθνικό Θέατρο είναι καθηλωμένες πάνω από μία δεκαετία, με τον ανώτερο μισθό λίγο πάνω από τα 1.200 ευρώ», προσθέτει από την πλευρά του ο Γιάννης Μόσχος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Είναι εμφανής, άλλωστε, η έλλειψη καταξιωμένων ηθοποιών που παίζουν στην τηλεόραση από τις φετινές διανομές του Εθνικού. «Θέατρο δεν κάνω αυτή την περίοδο, διότι δεν με συμφέρει», ηθοποιός που μετέχει σε σίριαλ και θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Η απόφαση στο ερώτημα «μόνο τηλεόραση, μόνο θέατρο ή και τα δύο;» έχει πολλές πτυχές. Ενδεικτικά, μία είναι ο χρόνος που λιγοστεύει όταν κάνεις πολλά την ίδια περίοδο, επίσης είναι η κόπωση που μεγαλώνει, η προσωπική ζωή και ο ελεύθερος χρόνος που περιορίζονται, αλλά και είναι τα χρήματα. «Επειδή θέλω να έχω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αυτή την περίοδο απέχω από το θέατρο, καθώς παίζω σε τηλεοπτικό σίριαλ. Είναι πολύ δύσκολο να συνδυάσω πρόβες ή γύρισμα και μετά παράσταση», λέει η Κόρα Καρβούνη. «Η φετινή είναι μία από τις σπάνιες περιόδους που δεν θα κάνω θέατρο. Μετέχω σε τηλεοπτική σειρά, ενώ έχω προγραμματίσει τρεις μεγάλου μήκους ταινίες», προσθέτει η Ελενα Τοπαλίδου, η οποία παρατηρεί ότι ένας ηθοποιός τα βγάζει δύσκολα πέρα με τις απολαβές μόνο από το θέατρο.
Χαρακτηριστική περίπτωση τα κρατικά θέατρα. Οι καθαρές απολαβές ξεκινούν από περίπου 850-900 ευρώ και καταλήγουν λίγο πάνω από τα 1.200 ευρώ για έναν ηθοποιό με τριακονταπενταετή εμπειρία στη σκηνή. Φυσικά, ο καλλιτεχνικός διευθυντής έχει τη δυνατότητα της ελεύθερης διαπραγμάτευσης, μέσω της οποίας θα μπορούσε να ανταμείψει έναν ηθοποιό και να τον «κλέψει» από άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, όμως δεν έχει τα κονδύλια. «Το Εθνικό Θέατρο για να έχει την ευχέρεια της αύξησης των μισθών των ηθοποιών του, χρειάζεται ενίσχυση της επιχορήγησης κατά 500.000 ευρώ ετησίως», σημειώνει ο κ. Μόσχος. Βεβαίως, το αίτημα απευθύνεται προς την ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. «Οι μισθοί του Εθνικού Θεάτρου είναι πολύ μικροί. Αν προσθέσουμε και τον παράγοντα οικογένεια και παιδιά, είναι σχεδόν αδύνατο να μη χρειαστεί κάποιος ένα έξτρα εισόδημα για να επιβιώσει. Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα. Φυσικά, είναι μεγάλη τιμή για οποιονδήποτε ηθοποιό να παίζει σε παραστάσεις ενός εθνικού θεάτρου, και γι’ αυτό όταν με καλούν ανταποκρίνομαι με χαρά», ανέφερε ο ηθοποιός Γιώργος Γάλλος.
Τα κρατικά θέατρα βεβαίως πληρώνουν την περίοδο των προβών, κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει στο ελεύθερο θέατρο. Μία από τις εξαιρέσεις, το θέατρο «Πορεία». «Στο ελεύθερο θέατρο ένας καταξιωμένος ηθοποιός μπορεί να συμφωνήσει απολαβές περίπου 20% με 30% υψηλότερες από ό,τι στα κρατικά. Επίσης, κάποιοι παίρνουν ποσοστά επί των εισπράξεων», τονίζει ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του «Πορεία», Δημήτρης Τάρλοου.
Σειρές υψηλών προϋπολογισμών και καλλιτεχνικών απαιτήσεων
Η γενναία επιχορήγηση των τηλεοπτικών σειρών μυθοπλασίας μέσω του ΕΚΟΜΕ, σε μια περίοδο που αυξήθηκε η ζήτηση για πρότζεκτ υψηλών καλλιτεχνικών απαιτήσεων και, κατά συνέπεια, γενναιόδωρων μπάτζετ, υπήρξε ουσιαστικά το καύσιμο για την επανεκκίνηση της τυπολογίας της μυθοπλασίας, που υπήρξε η «ατμομηχανή» των ελληνικών καναλιών τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εταιρείες παραγωγής μπορούσαν πια να σχεδιάσουν και να υποσχεθούν ποιοτικές σειρές με διευρυμένα καστ, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να στελεχώσουν με ικανούς ηθοποιούς, καθώς πλέον ικανοποιούνταν οι δημιουργικές ανάγκες και τα καλλιτεχνικά προαπαιτούμενά τους. «Λόγω της κρίσης, αλλά και λόγω επιμονής στην αναβάθμιση των σειρών μυθοπλασίας, έσπασαν τα στεγανά μεταξύ θεάτρου – τηλεόρασης – κινηματογράφου. Δώσαμε ευκαιρίες σε αρκετούς εξαιρετικούς ηθοποιούς να δείξουν το ταλέντο τους και στο τηλεοπτικό κοινό. Οι “Άγριες μέλισσες” θα τροφοδοτήσουν για πολύ καιρό τα καστ των νέων σειρών», είχε δηλώσει πριν από σχεδόν ένα χρόνο ο γενικός διευθυντής προγράμματος του ΑΝΤ1, Τζόρτζης Ποφάντης, στην «Κ» («Πού πάνε οι ελληνικές σειρές», 20/12/2022).
Είναι αλήθεια ότι η επιτυχία που σημείωσε η σειρά εποχής υπήρξε ένα σημείο καμπής στην εξέλιξη της μυθοπλασίας. Η επιβράβευση από πλευράς κοινού (η οποία μεταφράζεται σε τηλεθέαση και αυξημένο μερίδιο από τη διαφημιστική πίτα) τηλεοπτικών σειρών υψηλού επιπέδου, τόσο σε δημιουργικό επίπεδο όσο και στην παραγωγή τους, γέννησε μια ανάγκη για υλοποίηση φιλόδοξων πρότζεκτ μυθοπλασίας. Τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν αυτές οι σειρές έδωσαν, φυσικά, τα χρήματα του ΕΚΟΜΕ. Πού όμως θα βρίσκονταν οι ηθοποιοί που θα μπορούσαν με την πείρα και την υποκριτική τους παιδεία να στηρίξουν αυτά τα εγχειρήματα; Δίπλα λοιπόν στους πολύπειρους, μπαρουτοκαπνισμένους «τηλεοπτικούς» ηθοποιούς στάθηκαν μπροστά στις κάμερες οι «θεατρικοί» τους συνάδελφοι, οι οποίοι με τη σειρά τους βρήκαν ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικά προτάσεις, δημιουργικά προκλητικές και, μάλιστα, σε μια συγκυρία κατά την οποία η πανδημία κατάφερε μεγάλο πλήγμα στη θεατρική παραγωγή.
Καθοριστική περίοδος
«Νομίζω ότι αυτή η αλλαγή έγινε την περίοδο του κορωνοϊού, όταν τα θέατρα “πάγωσαν” για ενάμιση χρόνο», σημειώνει ο ο Γιωργής Τσουρής, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο οποίος θεωρεί «πατρίδα» του όπως λέει το θέατρο, το οποίο υπηρετεί εδώ και χρόνια. Στη φετινή θεατρική σεζόν επιστρέφει με δύο παραστάσεις, τα «170 τετραγωνικά» και το «Μακριά από παιδιά», και παράλληλα θα εμφανιστεί στην αστυνομική κωμωδία του Alpha «Φόνοι στο καμπαναριό». Εξηγεί, λοιπόν, ότι «αυτό υπήρξε καθοριστικό για να βρουν καλλιτεχνική στέγη και στην τηλεόραση κάποιοι ηθοποιοί από το θέατρο, οι οποίοι για λόγους και βιοποριστικούς και καλλιτεχνικούς είπαν “ναι” σε πολλές δουλειές που έγιναν στην τηλεόραση – και ευτυχώς που έγιναν πολλές δουλειές. Αυτό μάλλον οδήγησε στο να έχουμε τώρα μια συνθήκη κατά την οποία υποχωρούν οι ταμπέλες και οι χαρακτηρισμοί που κυριαρχούσαν. Αν δούμε και σε παγκόσμιο επίπεδο, η τηλεόραση συχνά ξεπερνάει σε ποιότητα και τον κινηματογράφο. Παρακολουθώντας και αυτή τη διεθνή τάση, θεωρώ ότι πρέπει να εκλείψει ο αδόκιμος διαχωρισμός ανάμεσα σε “τηλεοπτικούς” και “θεατρικούς” ηθοποιούς. Oι ηθοποιοί πρέπει να κουβαλάμε την ποιότητά μας σε όλα τα μέσα και, γιατί όχι, σε ένα τόσο μαζικό μέσο όπως η τηλεόραση», καταλήγει.