Κάπου ανάμεσα στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου συναισθήματος και την ακατάσχετη λατρεία της τεχνολογικής φούσκας, γεννήθηκε η Tilly Norwood – ηθοποιός Τεχνητής Νοημοσύνης, προϊόν αλγορίθμων και ψυχρών servers. Η δημιουργός της, με φανερή διάθεση να κατευνάσει τις οργισμένες αντιδράσεις, μίλησε για «ένα νέο πινέλο», για «έναν άλλο τρόπο να φανταζόμαστε ιστορίες». Όμως, όσο κι αν το βάφουμε με ρομαντικές μεταφορές, η πραγματικότητα παραμένει άχαρη: δεν μιλάμε για πινέλο, μιλάμε για φωτοτυπικό μηχάνημα που μιμείται ανθρώπινες εκφράσεις.
Η σύγκριση με τα CGI, το κουκλοθέατρο ή τα κινούμενα σχέδια είναι τουλάχιστον αφελής. Εκείνες οι τέχνες έδιναν ζωή μέσω ανθρώπων — ανθρώπων που κρατούσαν τα νήματα, τις φωνές, τις κινήσεις. Η Τεχνητή Νοημοσύνη όμως δεν «δίνει ζωή», παρά μόνο αναπαράγει στατιστικά μοτίβα. Η Tilly δεν αισθάνεται, δεν συγκινείται, δεν παλεύει με την ανασφάλεια πριν βγει στη σκηνή· δεν γνωρίζει τι σημαίνει να τρέμουν τα χέρια σου στην πρεμιέρα, ούτε τι θα πει να δακρύσεις επειδή το κοινό αναπνέει μαζί σου. Και όσο κι αν προσπαθήσουν οι υποστηρικτές να μας πείσουν για «ένα έργο τέχνης», η αλήθεια είναι πως η Tilly δεν είναι έργο τέχνης — είναι προϊόν marketing.
Το πιο προκλητικό, βέβαια, είναι το υποκριτικό μανιφέστο περί «μη αντικατάστασης των ανθρώπων». Αν δεν πρόκειται για αντικατάσταση, τότε γιατί οι ατζέντες τρέχουν να την εκπροσωπήσουν; Γιατί οι εταιρείες επενδύουν σε έναν ψηφιακό χαρακτήρα αντί να δώσουν ευκαιρίες σε εκατοντάδες νέους ηθοποιούς που περιμένουν, με πραγματική φλόγα, να παίξουν; Η απάντηση είναι απλή: γιατί η Tilly δεν ζητά μισθό, δεν αρρωσταίνει, δεν έχει δικαιώματα, δεν γερνάει. Είναι το όνειρο κάθε παραγωγού που βλέπει τους καλλιτέχνες όχι ως δημιουργούς, αλλά ως έξοδα.
Δεν είναι τυχαίο που η είδηση προκάλεσε αμέσως κύμα αγανάκτησης στον χώρο της υποκριτικής. Η Melissa Barrera δεν μάσησε τα λόγια της: «Πόσο αηδιαστικό». Η Kiersey Clemons απαίτησε ονόματα ατζέντηδων που τόλμησαν να υπογράψουν με την ψηφιακή περσόνα. Η Mara Wilson έθεσε το πιο ηθικό ερώτημα: «Και τι γίνεται με τις εκατοντάδες ζωντανές νεαρές γυναίκες των οποίων τα πρόσωπα συντέθηκαν για να δημιουργηθεί αυτή; Δεν μπορούσες να προσλάβεις καμία από αυτές;». Ο Lukas Gage, με μια δόση καυστικού χιούμορ, έγραψε ότι η Norwood ήταν «εφιάλτης στη συνεργασία!!!!», ενώ η Toni Collette αρκέστηκε να αντιδράσει με emoji — που σε αυτή την περίπτωση λένε περισσότερα απ’ όσα θα έλεγε μια σελίδα ολόκληρη.
Και μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι, η ειρωνεία περισσεύει: η Tilly δεν έχει προλάβει να παίξει ούτε σε διαφήμιση σαμπουάν, κι όμως έχει ήδη ατζέντη. Εκατοντάδες ηθοποιοί με βιογραφικά, σπουδές και πραγματικό ταλέντο κάνουν ουρές για μια οντισιόν, κι ένα excel με καλοστημένο avatar κλείνει συμβόλαια. Αν αυτό δεν είναι το θέατρο του παραλόγου, τότε τι είναι;
Η τέχνη όμως δεν είναι λογιστικό φύλλο. Δεν είναι η πιο αποδοτική λύση ανά μονάδα κόστους. Η τέχνη είναι το ανθρώπινο λάθος που σε κάνει να δακρύσεις, η αμηχανία που γίνεται μαγεία, η συγκυρία που δεν μπορείς να προβλέψεις με καμία γραμμή κώδικα. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η γελοιότητα της Tilly Norwood: παρουσιάζεται σαν ηθοποιός, χωρίς να είναι σε θέση να ζήσει ούτε μια στιγμή από αυτό που σημαίνει να είσαι ηθοποιός.
Αν το Χόλιγουντ θέλει να μετατραπεί σε μια αγορά avatar που παίζουν ρόλους όπως τα ρούχα στις βιτρίνες, τότε ας το παραδεχθεί ανοιχτά. Όμως ας μην τολμά να μιλάει για «τέχνη». Γιατί η τέχνη ανήκει στους ανθρώπους – με όλες τις ρυτίδες, τις ανασφάλειες και τα θαύματά της.
Αλλιώς, ας ετοιμαστούμε για το νέο μας μέλλον: standing ovation σε μια οθόνη, Όσκαρ στις εταιρείες software και το κοινό να χειροκροτά τον ήχο του δικού του χειροκροτήματος που ανακυκλώνεται από τα ηχεία.