Τι και αν παγκόσμιοι ηγέτες και στελέχη εταιρειών από 145 χώρες το 2021 υποσχέθηκαν να σταματήσουν την αποψίλωση των δασών μέχρι το 2030; Φαίνεται πως οι υποσχέσεις παρέμειναν στα χαρτιά, αφού η νέα μελέτη Forest Declaration Assessment (Αξιολόγηση της Δασικής Διακήρυξης), αποκαλύπτει ότι η υγεία των δασών συνεχίζει να βυθίζεται σε «θλιβερά» επίπεδα και να απειλεί την ευημερία της ανθρωπότητας.
Η ΕΕ εισάγει προϊόντα που βλάπτουν τα δάση
Τα τροπικά δάση, και κατ’ επέκταση η βιοποικιλότητα και τα αποθέματα άνθρακα εξαφανίζονται παγκοσμίως εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και εν μέρει λόγω της παραγωγής προϊόντων (π.χ. φοινικέλαιο, κακάο, αλλά και βοδινό κρέας). Η καλλιέργεια τέτοιων προϊόντων στη Νότια Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική οδηγεί εν μέρει στην αποψίλωση των μεγαλύτερων τροπικών δασών του κόσμου, καθώς δέντρα κόβονται για να ανοίξει χώρος για νέες γεωργικές εκτάσεις.
Οι εισαγωγές προϊόντων που κάνει μόνο η ΕΕ συνδέονται με την αποψίλωση περίπου 2 εκατομμυρίων στρεμμάτων δασικής έκτασης κάθε χρόνο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εξαφανίζονται ετησίως δάση που αντιστοιχούν περίπου στο 1/3 του μεγέθους του Μέλανα Δρυμού. Εντός της ΕΕ, η Γερμανία κατατάσσεται δεύτερη μετά την Ολλανδία όσον αφορά την αποψίλωση δασών που προκαλείται από εισαγόμενα αγαθά.
Πέρσι 81 εκατομμύρια στρέμματα δάσους – μια έκταση περίπου όσο η μισή από την έκταση της Αγγλίας – κάηκαν, αποψιλώθηκαν ή υλοτομήθηκαν, αριθμός υψηλότερος από την απώλεια που είχε καταγραφεί όταν υπογράφηκε η δέσμευση για μηδενική αποψίλωση των δασών έως το 2030 κατά τη διάρκεια της Cop26 στη Γλασκόβη. Ο κόσμος βρίσκεται πλέον κατά 63% εκτός πορείας για την επίτευξη αυτού του στόχου, σύμφωνα με την τελευταία Αξιολόγηση Δασικής Διακήρυξης.
Μια αυξανόμενη αιτία ανησυχίας είναι η εξάπλωση των πυρκαγιών, οι οποίες έφτασαν σε εκπληκτικά υψηλά επίπεδα στον Αμαζόνιο πέρυσι, αφού οι πρωτοφανείς ξηρασίες μετέτρεψαν εκτάσεις του συνήθως υγρού τροπικού δάσους σε πυριτιδαποθήκη. Πολλές πυρκαγιές ξεκίνησαν σκόπιμα για να καθαρίσουν τη γη και εξαπλώθηκαν ανεξέλεγκτα.
Το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώθηκε από την φλεγόμενη Αμαζονία πέρυσι ήταν 7 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο των δύο προηγούμενων ετών, μεγαλύτερο από τις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της Γερμανίας και 14 φορές μεγαλύτερο από τις ετήσιες εκπομπές της Ελλάδας. Οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν ότι οι πυρκαγιές ωθούν το δάσος όλο και πιο κοντά σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή.
«Κάθε χρόνο, το χάσμα μεταξύ των δεσμεύσεων και των πράξεων μεγαλώνει, με καταστροφικές επιπτώσεις στους ανθρώπους, στο κλίμα και στις οικονομίες μας», δήλωσε στον Guardian η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Erin Matson μέλος της δεξαμενής σκέψης Climate Focus.
«Τα δάση είναι μη διαπραγματεύσιμες υποδομές για έναν βιώσιμο πλανήτη. Η συνεχιζόμενη αποτυχία προστασίας τους θέτει σε κίνδυνο τη συλλογική μας ευημερία. Γνωρίζουμε τι λειτουργεί για να σταματήσει η καταστροφή των δασών, αλλά οι χώρες, οι εταιρείες και οι επενδυτές ‘ξύνουν’ μόνο την επιφάνεια. Ακόμη και αυτές οι αρχικές προσπάθειες βρίσκουν ισχυρή αντίσταση από τους ‘σημαιοφόρους’ ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην καταστροφή των δασών», είπε.
Πίσω από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα κρύβεται μια τερατώδης ανισορροπία μεταξύ της προσπάθειας αποκατάστασης των δασών και των οικονομικών πόρων που διατίθενται για την εξόρυξη. Οι γεωργικές βιομηχανίες, οι οποίες ευθύνονται για το 85% της απώλειας δασών την τελευταία δεκαετία, λαμβάνουν κατά μέσο όρο ετήσιες επιδοτήσεις αξίας 409 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα ποσό που είναι σχεδόν 70 φορές μεγαλύτερο από τα 5,9 δισεκατομμύρια δολάρια διεθνούς δημόσιας χρηματοδότησης που παρέχονται κάθε χρόνο για την προστασία και την αποκατάσταση των δασών.

Παρά το γεγονός ότι η οικονομική αξία των δασών αποτιμάται σε 150 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, οι χρηματοοικονομικές ροές εξακολουθούν να παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση από τον στόχο προστασίας τους, με τις επιζήμιες επιδοτήσεις να υπερτερούν των ‘πράσινων’ επιδοτήσεων κατά ποσοστό άνω του 200/1. Παρά τις νέες δεσμεύσεις, η ροή κεφαλαίων προς τις δασικές χώρες και τους τοπικούς φορείς παραμένει πολύ χαμηλότερη από ό,τι είναι απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων του 2030.
«Οι προσπάθειες για την προστασία των δασών δεν θα έχουν καμία τύχη όσο το οικονομικό μας σύστημα συνεχίζει να υποστηρίζει δραστηριότητες που αποφέρουν γρήγορα κέρδη από την καταστροφή τους. Στα μισά του δρόμου προς το 2030, ο κόσμος θα έπρεπε να βλέπει μια απότομη μείωση της αποψίλωσης των δασών. Αντίθετα, η παγκόσμια καμπύλη αποψίλωσης των δασών δεν έχει καν αρχίσει να κάμπτεται», αναφέρει η μελέτη.
«Για να αντιμετωπίσουν πραγματικά την αποψίλωση των δασών, οι κυβερνήσεις ολόκληρου του κόσμου πρέπει να εργαστούν συλλογικά για να εφαρμόσουν τολμηρές, δεσμευτικές μεταρρυθμίσεις που θα μεταμορφώσουν το σύστημα που εξακολουθεί να ανταμείβει γενναιόδωρα την απώλεια δασών» σχολιάζει στο Dnews η δασολόγος και συν-συγγραφέας της μελέτης Elisabeth Hoch, Διευθύνουσα Σύμβουλος για διεθνή θέματα και για τη χρηματοδότηση βιώσιμης χρήσης γης της δεξαμενής σκέψης Climate & Company. «Είναι καλά νέα ότι τα διεθνή πρότυπα αναφοράς βιωσιμότητας των εταιρειών λαμβάνουν πλέον πιο συχνά υπόψη τους κινδύνους που σχετίζονται με τη φύση, προωθώντας έτσι περαιτέρω διαφάνεια. Ενθαρρύνουμε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν δεδομένα τέτοιων αναφορών όπως και άλλα δεδομένα, ώστε να μειωθούν ή να σταματήσουν οι επενδύσεις εταιριών που ευθύνονται για την αποψίλωση των δασών, μειώνοντας ταυτόχρονα και το επενδυτικό τους ρίσκο. Η αλλαγή είναι εφικτή!»
Μια ξεχωριστή έκθεση που δημοσιεύθηκε από την Global Witness διαπίστωσε ότι από την υπογραφή της συμφωνίας του Παρισιού το 2015 οι τράπεζες έχουν κερδίσει 26 δισεκατομμύρια δολάρια από τη χρηματοδότηση εταιρειών που ενισχύουν την αποψίλωση δασών – κατά μέσο όρο περίπου 7 εκατομμύρια δολάρια κάθε μέρα, αναφέρει ο Guardian, ενώ μια άλλη έκθεση της ολλανδικής εταιρείας Profundo, έδειξε ότι οι αμερικανικές τράπεζες, με επικεφαλής τις Vanguard, JPMorgan Chase και BlackRock, σημείωσαν τα περισσότερα κέρδη παγκοσμίως από τέτοιες χρηματοδοτήσεις, με 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ΕΕ υιοθετεί αλλά δεν εφαρμόζει τον κανονισμό για την αποψίλωση των δασών
Για να συμβάλει στη μείωση του προβλήματος, η ΕΕ υιοθέτησε τον κανονισμό για την αποψίλωση των δασών (EUDR) τον Ιούνιο του 2023, με στόχο να μειώσει την κατανάλωση προϊόντων που συνδέονται με αυτήν διασφαλίζοντας ότι προϊόντα όπως το ξύλο, το φοινικέλαιο, η σόγια, το κακάο, ο καφές, το καουτσούκ, το βόειο κρέας ή παράγωγά τους θα εισέρχονται στην ΕΕ μόνο εάν δεν προέρχονται από γη που αποψιλώθηκε ή υποβαθμίστηκε από τον Δεκέμβρη του 2020 και ύστερα. Σύμφωνα με τον κανονισμό, οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν, μεταξύ άλλων, γεωγραφικές συντεταγμένες των περιοχών παραγωγής των προϊόντων τους, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ιχνηλάτηση των εισαγωγών.
Ο κανονισμός EUDR αρχικά επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ στα τέλη του 2024, αλλά μετά από συζητήσεις η ημερομηνία εφαρμογής αναβλήθηκε για τα τέλη του 2025 ώστε να δώσει χρόνο στους άμεσα εμπλεκόμενους να προετοιμαστούν. Τώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης την αναβολή ισχύος του κανονισμού για ένα ακόμη έτος, επικαλούμενη αναμενόμενη υπερφόρτωση του συστήματος πληροφορικής που απαιτείται για την εφαρμογή του. Οι ειδικοί επικρίνουν την ενδεχόμενη καθυστέρηση. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη αποφασιστεί η αναβολή. «Θα ήθελα να πιστεύω ότι υπάρχει ακόμη μια πιθανότητα να μην αναβληθεί η εφαρμογή του κανονισμού», προσθέτει η Elisabeth Hoch.
«Στην παρούσα φάση, οι εταιρείες που εμπλέκονται με αλυσίδες εφοδιασμού χρειάζονται σταθερότητα. Η καθυστέρηση και η επαναδιαπραγμάτευση του EUDR θα δημιουργούσε το αντίθετο, μια κανονιστική αστάθεια», λέει στο Dnews η Louise Simon, επικεφαλής για θέματα πολιτικής ΕΕ και διαδικασιών Δέουσας Επιμέλειας στην Climate & Company.
«Οι εταιρείες μπορούν να επωφεληθούν από περισσότερη καθοδήγηση, αλλά αυτό δεν απαιτεί επαναδιαπραγμάτευση του EUDR. Η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μέσω του Συμβουλίου της ΕΕ, ζητώντας περαιτέρω καθοδήγηση διατηρώντας όμως παράλληλα και τη κανονιστική σταθερότητα», προσθέτει.
Περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως το WWF και η FERN προειδοποιούν ότι μια αναβολή θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τους ρυθμούς αποψίλωσης των δασών και να καταστήσει τελικά ανέφικτο τον στόχο της ανάσχεσης αυτής της δραστηριότητας. Το WWF εκτιμά ότι περισσότερα από 30 εκατομμύρια δέντρα θα χαθούν μόνο και μόνο αν καθυστερήσει η εφαρμογή του κανονισμού ένα έτος, επικρίνοντας την ΕΕ, η οποία χάνει την αξιοπιστία της παγκοσμίως και ειδικά στα ‘μάτια’ εταιρειών που έχουν ήδη προσαρμοστεί στον κανονισμό.
«Τα επόμενα πέντε χρόνια θα καθορίσουν εάν ο κόσμος μπορεί ακόμα να επιτύχει τους στόχους του για τα δάση, το κλίμα και τη φύση. Η επίτευξή τους θα απαιτήσει μια αποφασιστική επιτάχυνση στη δράση και στη λογοδοσία για την προστασία των εκτάσεων που έχουν αποκατασταθεί, για την αποκατάσταση όσων έχουν χαθεί και για την αναδιάρθρωση των παγκόσμιων οικονομικών και αγορών με άξονα τα δάση από τα οποία είμαστε όλοι εξαρτημένοι», αναφέρει η έκθεση.

























