Η Λίνα Νικολακοπούλου εξιστορεί τη διαδρομή της. Από τους πρώτους της στίχους, τις συνεργασίες που την καθόρισαν μέχρι την πιο πρόσφατή δουλειά της με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι οι στίχοι και τα τραγούδια της, που μας καθόρισαν απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μ’ έναν λόγο ποιητικό, προσωπικό για τον καθένα μας. Γεννήθηκε στα Μέθανα, σπούδασε στο Πάντειο, στο Ωδείο Αθηνών, στην Δραματική Σχολή Κατσέλη. Ζει στο Γκάζι.
Τώρα συνεργάζεται με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ): Τα «Χορικά Ύδατα» είναι μια μουσικοθεατρική παράσταση σε δικό της κείμενο και σκηνοθεσία, βασισμένη στα Χορικά παραστάσεων του αρχαίου δράματος (Θέατρο Βράχων 13/7 -ακολουθεί περιοδεία). Μιλά για όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα στο.
Με τους στίχους σας έγινε μια τομή στο ελληνικό τραγούδι. Πώς το εξηγείτε;
Είναι γιατί εξέπνευσε η Μεταπολίτευση. Εμείς μετασχηματίσαμε σωστά τα σημεία των καιρών, της εποχής μας. Είχε εκπνεύσει η εκτόνωση του πολιτικού τραγουδιού και ήρθαμε σε καιρό ειρήνης, σε λευκή σελίδα. Δεν είχαμε να υπερασπιστούμε άλλα πράγματα εκτός απ’ την αλήθεια μας.
Είμαστε πολύ τυχεροί κι εμείς σαν δημιουργοί κι εσείς σαν παραλήπτες των μηνυμάτων γιατί αγαπηθήκαμε. Κάναμε φυσιολογικό όλο αυτό. Τη δημιουργία την κάναμε ζωή.
Πώς ξεκινήσατε;
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ακαριαία. Όταν μπήκα στο Πάντειο ήδη δούλευα -για το χαρτζιλίκι μου. Τότε ο φίλος μου ο Μανώλης Παντελιδάκης, ο σκηνογράφος, είχε φιλία με τον σκηνοθέτη Μάνο Ευστρατιάδη. Κι ο Μάνος του είπε ότι θέλουν ένα κορίτσι για τα γραφεία τους. Ήταν το καλύτερό μου να είμαι ανάμεσα σε κινηματογραφιστές.
«Τη δημιουργία την κάναμε ζωή».
Έπιασα δουλειά 19 χρόνων. Έμεινα μια δεκαετία, στην αρχή σαν το παιδί των τηλεφώνων, των ραντεβού. Μετά μυήθηκα. Έγινα βοηθός σκηνοθέτη του Λάκη Παπαστάθη και είχα την συνεχή ενασχόληση με τη δουλειά μου στο «Παρασκήνιο». Άρα είχα μια οικογένεια εκεί, του κινηματογράφου, που ήταν όμως και οι πιο προοδευτικοί άνθρωποι. Άκουγα αναλύσεις για ταινίες, βιβλία, εκθέσεις ζωγραφικής. Είχα δηλαδή βρεθεί σε μία γόνιμη φωλιά ιδεών, οπότε ήμουν ταϊσμένη από εκεί.
Προϋπήρχε η έφεση για τον στίχο;
Ναι, από 13 χρόνων.
Ασυνείδητα;
Όχι, θεωρώ ότι το επεδίωκα. Είχα τρέλα με το ελληνικό τραγούδι, άκουγα, μάθαινα, τα ’λεγα απ’ έξω, ήταν η χαρά μου, πιο πάνω κι απ’ τον κινηματογράφο κι απ’ το θέατρο. Οπότε στα 18-19 είχε ωριμάσει πια η γραφή και με το που συνάντησα τον Σταμάτης (σ.σ. Κραουνάκη), του έδωσα τα πρώτα τραγούδια. Απ’ αυτά που έγραφα εκείνον τον καιρό, η Δήμητρα (σ.σ. Γαλάνη) πήγε τραγούδια μου στον Γιάννη Σπανό. Πρώτα βγήκε ο δίσκος του Σπανού -«Δεν είναι η αγάπη ζωγραφιά», και με μικρή διαφορά «Τα σκουριάσματα χείλη».
Τώρα, με απόσταση ετών, θέλω να πω ότι αισθανόμουν ότι όλο αυτό ήταν φυσιολογικό. Με το που έγινε η επαφή με τον Σπανό αισθάνθηκα υπέροχα γιατί ήταν τρομερά ανοιχτόμυαλος -με δέχτηκε, με παίνεψε. Όσο για τον Σταμάτη είχαμε την ίδια καούρα. Από εκεί κι ύστερα δεν σηκώσαμε κεφάλι. Γινόταν συνεχώς δημιουργία.
Ως το «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ»…
Η πρώτη μεγάλη αποδοχή, ένα τεράστιο μπαμ. Ήταν κάτι που ένωσε ξανά πολλές γενιές -νεαρά άτομα και τους γονείς του. Έφτασε παντού αυτός ο δίσκος.
Διαισθανόσασταν αυτή την επιτυχία;
Για μένα, όταν τον έγραφα, κάτι σήμαινε όλο αυτό. Αλλά αν θα αφορούσε τον κόσμο, αν θ’ άρεσε, όχι, δεν το’ ξερα. Είχα αγωνία, είχα τον φόβο της αποδοχής, της συγκίνησης του κόσμου. Θεωρούσα, ότι αυτά που κάνει ο Σταμάτης ήταν πιο φυσιολογικά απ’ αυτά που κάνω εγώ, πιο εύληπτα.
Υπήρξε όμως μια στιγμή, πολύ σημαντική για μένα: Σε μια απ’ τις ελάχιστες συνεντεύξεις του Γκάτσου, θυμάμαι με πήραν τηλέφωνο να πάω να πάρω την εφημερίδα. Κάτω-κάτω όταν τον ρώτησαν «πώς βλέπετε τώρα τα πράγματα», είπε ότι «υπάρχει ένα κορίτσι που τάζει, μια νεαρή κοπέλα»… Όταν το είδα έβαλα τα κλάματα γιατί για μένα ήταν μια επαλήθευση ότι αυτό που μ’ έτρωγε άξιζε τον κόπο να με τρώει. Και ότι κάποιος άνθρωπος που θαύμαζα τόσο, είχε δώσει ένα θετικό πρόσημο.
Σαν να πήρατε τη σκυτάλη απ’ τον Γκάτσο, τον Παπαδόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου, συνδυάζοντας ποίηση και στίχο…
Με τα χρόνια, κατανοώ ότι αν ήταν ζωγράφοι κι όχι στιχουργοί, έχουν αποτυπώσει τον τόπο με άλλη ματιά -μιλάμε για λαϊκούς ζωγράφους όπως ο Τσαρούχης. Έτσι κι οι στιχουργοί αποτύπωσαν πλευρές σύγχρονης ζωής. Ο δικός μου στίχος έφερε την αστική ζωή. Κι αυτή η αλυσίδα θα σπάσει όταν έρθει ο καινούργιος.
Στο νόμισμά μου είναι κι οι δύο όψεις, ποίηση και στίχος, κι αυτό το σηκώνει το ελληνικό τραγούδι. Όπως κι αυτοί που προαναφέραμε είχαν και τη στιχουργική μαστοριά και την ποιητική. Για μένα η ευγνωμοσύνη είναι ότι αυτό που μ’ ελευθέρωσε ήταν ότι μπορώ να επικοινωνώ και με τα δύο. Δεν υπήρχαν στεγανά, δεν έπρεπε να πάω με την πεπατημένη. Όποιος ερχόταν και άνοιγε και άλλαζε τον κώδικα, χώραγε. Απ’ την πλευρά των συνθετών, κυρίως, γιατί ξέρανε γράμματα και μπορούσαν να το υπερασπιστούν, να το κάνουν μουσική γιατί μόνος του ο λόγος δεν μπορεί να σταθεί, πρέπει να ταιριάξει με μία μελωδία.
Κάνατε τραγούδια με ιστορίες…
Τώρα στην Κύπρο μια κυρία μου είπε κάτι που δεν μου το ’χει πει κανείς. «Σας ευχαριστώ γιατί φέρατε το μυθιστόρημα στο τραγούδι». Που σημαίνει ότι έχει ενδιαφέρον πως κάθε τέχνη αντιλαμβάνεται τη μυθολογία σου, τον τρόπο σου.
Και μια ανανέωση στον στίχο…
Θεωρούσα ότι είναι συνεπές μ’ αυτό που ζούμε. Είχα όμως κι ένα θάρρος, γιατί στην εφηβεία μου είχε κάνει ο Σπανός τις «Ανθολογίες» και εκεί είχα δει πολύ παράξενα όμορφα πράγματα. Ότι αισθήματα, έννοιες, λέξεις, παιχνίδια, όλα, γίνονται τραγούδια. Αρα δεν λογοκρίθηκα, ούτε αυτολογοκρίθηκα. Επίσης ήταν μεγάλη σιγουριά για μένα η συνοδοιπορία με τον Σταμάτη γιατί δεν είχα να εξηγήσω τι είναι αυτά που κάνω -ο ίδιος τα καταλάβαινε, του άρεσαν και τα έκανε μουσική.
Γι’ αυτό και είπα πολύ νωρίς την ευγνωμοσύνη μου για τον Σπανό, γιατί την ώρα που του πήγα την «Έξοδο κινδύνου» το κατάλαβε και το δέχτηκε. Και βέβαια ήταν λυτρωτικό το ότι έγινε αποδεκτό απ’τον κόσμο. Αυτό έδωσε την ελευθερία να μην επαναληφθώ. Μετά το «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ» ήρθε το «Μαμά γερνάω», άλλο αγώνισμα, με άλλη βαρύτητα, πιο κλειστό θέμα… Αυτές οι πράξεις τότε θέλανε θάρρος κι απ’ τους ερμηνευτές και απ’ τις εταιρείες. Δηλαδή, αν πας τώρα με τέτοια πράγματα σε οποιαδήποτε εταιρεία δεν θα στο κάνει. Τότε σου δινόταν η ευκαιρία -η Λύρα, ας πούμε, ήταν μια φωλιά ασφαλείας για τους δημιουργούς.
Τώρα είναι δυσκολότερο για τους νέους δημιουργούς;
Αυτός που έχει κάτι να πει, θα καταφέρει και θα το πει. Αλλά έχει σπάσει μια διαδοχή. Την περίοδο του ’80, όταν ένας νέος συγγραφέας πήγαινε να εκδοθεί, στον Ίκαρο, στον Κέδρο, ήξερε ότι εκεί βγαίνανε θηρία, οπότε αν τον παίρνανε σήμαινε ότι τον αξιολογούσαν, ότι μπορεί να ’χει μέλλον. Για μένα αυτό είναι που στερούνται τώρα τα νέα παιδιά. Τώρα υπάρχει μια μοναξιά: Ο καθένας θα το ανεβάσει, θα το υπερασπιστεί, θα προσπαθήσει να το κοινοποιήσει, να το παρουσιάσει, να τραγουδήσει ζωντανά με τον κόσμο -γιατί για μένα αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος. Αλλά αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει η θαλπωρή που είχαμε εμείς τότε.
Έρχονται σε σας νέοι στιχουργοί-ποιητές;
Πάρα πολλοί. «Μένεις» απ’ τα ταλέντα που υπάρχουν και στον στίχο και στην ποίηση. Εάν κάτι μ’ απασχολεί είναι ποια μάτια θα τα διαβάσουν, ποια κοινωνία θα τ’ απορροφήσει. Γιατί είναι πολλά τα ταλέντα και οι κύκλοι πια δεν είναι ομόκεντροι…
«Το όραμα κάποιος πρέπει να μας το δώσει».
Ούτε η κοινωνία φιλόξενη…
Δεν έχει χρόνο να είναι φιλόξενη, έχει μια φορτωμένη καθημερινότητα, με υπερβολική πληροφόρηση, με περισπασμό του νου, κούραση μεγάλη, αγωνία οικονομική. Έλκεται από πράγματα εύκολα, του χεριού της. Δεν έχει την αφοσίωση που χρειαζόταν μέχρι πριν, για ν’ αξιολογήσει κάτι.
Πιστεύω ότι αναγκάζονται και είναι καλό, να στηρίζονται μεταξύ τους. Αλλά όλο αυτό δεν έχει κεντρική οδό να περπατήσει, μια κεντρική λεωφόρο να καταλήξει. Είναι αλλιώτικος ο αγώνας τώρα, αλλά με συγκινεί πόσοι άνθρωποι γράφουν ωραία. Γιατί εμένα αυτό μ’ ενδιαφέρει, τι υπάρχει στο υπέδαφος. Ωστόσο πιο πολύ πρόβλημα έχει η μουσική παρά ο λόγος, αποτέλεσμα της διάλυσης της δισκογραφίας. Το μάρκετινγκ είναι τώρα ο νομοθέτης.
Απ’τα 700 περίπου τραγούδια που έχετε γράψει, σε πόσα είναι μέσα ο εαυτός σας;
Στα πιο πολλά -σ’ ένα 90%.
Ψυχοφθόρο ή απελευθερωτικό;
Καθόλου ψυχοφθόρο. Ένα τέλειο εργαλείο θεραπείας και αυτογνωσίας. Γιατί όταν μπαίνεις στον κόπο να είσαι λεπτομερής ή ακριβής σ’ αυτό που θέλεις να πεις -γιατί όσο πιο ακριβής είσαι, τόσο περισσότερους ανθρώπους αφορά. Άρα είναι απαιτητικό την ώρα που γίνεται, όχι ψυχοφθόρο. Θα ’λεγα ότι είναι το ίδιο έντονο μ’ έναν ηθοποιό που παίζει έναν ρόλο -πρέπει να πάσχει για να τον αποδώσει. Έτσι κι ο στιχουργός πρέπει να ’ρθει αντιμέτωπος με αυθεντικά συναισθήματα, με πράγματα που δεν είναι εύκολα, να σταθεί απέναντι και να τα κάνει λόγο.
Γράφετε συνήθως πάνω στη μουσική;
Και στο ξεκίνημά μου έγραψα πάνω σε μουσικές. Το δύσκολο είναι να βρεις το θέμα που να ταιριάξει και να μην μπορεί να καταλάβει ο ακροατής τι προηγήθηκε. Όταν κατόρθωσα να μην γίνεται διακριτό ποιος έγραψε πρώτος, σήμαινε ότι έχω καταφέρει να δώσω ζωή στη μελωδία που πήρα στα χέρια μου. Είναι μαγική υπόθεση το ταίριασμα του λόγου με τη μελωδία.
Πόσο διαφέρουν οι στίχοι της αρχής με τους τωρινούς;
Τώρα έχω τη μαστοριά. Αλλά για να μπορέσω να μην λοξοδρομήσω απ’ αυτό που ήταν το όραμά μου, όταν αισθανόμουν ότι δεν έχω συνεργάτες, προτιμούσα να διαλέγω εγώ μελωδίες, για να πω μ’ όλη μου την καρδιά «εδώ πάνω θα γράψω ωραία». Αυτό έχει τη μαστοριά, έχει την ομορφιά, τη δεξιότητα, αλλά είναι άλλο το να αισθάνομαι ότι αυτό που θα γεννήσω έχω έναν άνθρωπο να μου το αποκωδικοποιήσει. Ασφαλώς στα πρώτα χρόνια η γένεση ήταν εκρηκτική. Αλλά και στα κατοπινά κατορθώσαμε και γεννήσαμε πάλι σημαντικά έργα. Η πρώτη εικοσαετία ήταν ποταμός, ορμητικά νερά. Αλλά ήταν και όλη η κοινωνία έτσι.
Απ’ το 2000 και μετά αλλάξανε πολλά, μαζί κι η κοινωνία. Κι έπρεπε ν’ αντιληφθείς τους καινούργιους όρους, ν’ αναρωτηθείς αν χωράς -χωράς, απλώς πρέπει ν’ ανοίξεις έναν άλλο δρόμο.
Ο στίχος σας, είπατε, φέρει την αστική ζωή…
Γιατί ο λαός μπήκε σε πολυκατοικίες. Όταν αναγκαστήκαμε να μπούμε στα μικρά διαμερίσματα και χάσαμε τις μονοκατοικίες, τα σπίτια μας, ο λαός κλήθηκε να υπάρξει στο αστικό τοπίο.
Αυτό υπηρετήσατε;
Ευτυχώς με ρίζες από μονοκατοικίες. Έχω το βίωμα της μονοκατοικίας. Αλλά θεωρώ ότι όσο μεγαλώνω βγήκα απ’ το δωμάτιο, απ’ τον εγκλεισμό του και κατορθώνω μέσα μου να χωράω πλέον ένα στίγμα, έναν τόπο ολόκληρο.
Οι παρέες τελείωσαν;
Η αιτία που έφτασα εδώ είναι πρωταρχικά γιατί ήμουν καλομαθημένη απ’ τις παρέες -είχαμε την ίδια όρεξη, τους ίδιους στόχους. Στη διαδρομή αυτό αδυνάτισε. Με πόνο καρδιάς έφυγα γιατί δεν ήταν ο χαρακτήρας του να δουλεύω μόνη μου. Ο καθένας έπρεπε να πάρει το δρόμο του, την ευθύνη του, γιατί η ζωή είναι μία.
Αφού αποσύρθηκα μια δεκαετία, ο φακός μου καθάρισε και είδε ότι θέλει πια να ετοιμάσει τους καινούργιους. Αυτή τη στιγμή, φωνές που να μπορούν να υπερασπιστούν τα πολλά υπέροχα ρεπερτόρια που έχουν προηγηθεί χρονολογικά, είναι ελάχιστες. Για να μη σταματήσει να παίζεται και να τραγουδιέται ένας θησαυρός. Κι είχα δίκιο. Οι άνθρωποι που εγώ έχω σταθεί και αναδείξει είναι χρήσιμα εργαλεία.
«Να’χεις στο νου σου τα 100 επόμενα χρόνια, όχι την τετραετία σου».
Δύσκολα ξεχωρίζουν;
Για να έχει δακτυλικό αποτύπωμα κάτι, πρέπει αυτό που λέει ο τραγουδιστής να έχει προσωπικότητα -όλα τα τραγούδια μοιάζουν, δεν ξεχωρίζουμε ούτε φωνές ούτε συνθέτες ούτε ποιος τα ’χει γράψει. Να το πω αλλιώτικα; Αν ήταν αρχιτεκτονική θα ’βλεπες ένα σπίτι και θα ’λεγες ότι αυτό είναι του τάδε. Θα είχε χαρακτηριστικά μοναδικά, των δημιουργών του. Τώρα σε πολλά μοντέρνα κτίρια, δεν ξέρεις ποιος τα έχει φτιάξει. Δεν έχουν αποτυπωμένη τη σχολή τους. Σαν να είναι όλα ίδια -χρήσιμα βέβαια και λειτουργικά.
Τι σκέφτεστε σήμερα;
Για μένα, παγκοσμίως, εάν δεν συντονιστούν οι κεφαλές -όχι στο πώς θα επικρατήσουν ή πώς θα εξουσιάσει η μια χώρα την άλλη, ο άνθρωπος δεν θα περνάει καλά. Η διαφορά της Ελλάδας με τις άλλες χώρες, όπως στη βόρεια Ευρώπη, όπου μπορεί να έχουν καλύτερους κανόνες ζωής, όχι όμως και τη δικιά μας χαρά απ’ το κλίμα κ.λ.π. είναι ότι δεν χολοσκάνε όσο εμείς. Και κάθε χρονιά να τραβιέται το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μας. Εκεί παίρνουν κάποιες αποφάσεις που ισχύουν, ξέρουν τι τους ξημερώνεται, ξέρουν για τα παιδιά τους στα σχολεία, τις δουλειές τους, κάτι σαν σταθερότητα -σε περίοδο ειρήνης. Γιατί σε περίοδο πολέμου δεν μπορούμε να ’χουμε προσδοκίες. Στην Ελλάδα όμως δεν έχουμε καμία σιγουριά. Κι εγώ θεωρώ ότι έχουμε όλοι κατάθλιψη. Είμαστε με τη συνείδηση ότι δεν ξέρουμε που πάμε.
Εχετε μια αγάπη για την πατρίδα…
Καταρχήν μου γέμισε τη ζωή. Σαν παιδί είχα έναν μικρόκοσμο -πεντακάθαρες θάλασσες, πεύκα, κατσίκια, κότες, έτσι μεγάλωσα. Ξέρω τη νοστιμιά απ’ τα ζαρζαβατικά, το φρέσκο ψάρι, έχουν όλα καταγραφεί μέσα μου. Συν το χιούμορ των ανθρώπων, τις γιορτές που έκαναν με τα σόγια. Κάτι διαμόρφωσε την εσωτερική μου γεωγραφία με βάση αυτό που υπήρχε γύρω μου.
Εκ των υστέρων, όταν κατάφερα να επισκεφτώ και άλλα μέρη της Ελλάδας εκτός απ’ την Πελοπόννησο που ήταν η γενέτειρα, έβλεπα ότι κάθε τόπος έχει δικό του αποτύπωμα. Και αγαπώντας και το τραγούδι αισθανόμουν ότι είναι ένας ευλογημένος τόπος η Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια την κουβαλάω μέσα μου αλλά, μετά λύπης μου το λέω, αυτό που υπάρχει γύρω μου γίνεται ασφυκτικό.
Προσωπικά είμαι εις θέση να έχω αυτονομία. Αλλά δεν θα μαραθώ εάν αυτή η φάση δεν είναι απ’ αυτές που αγαπώ. Γιατί ήδη έχω πάρει πολλά. Απλώς λυπάμαι να μη μπορεί να δώσει αυτός ο τόπος όλη τη δυναμική που έχει. Γιατί έχει τρομερή δύναμη, μοναδικότητα. Και το να γίνουμε υποκατάστημα του κάθε άλλου οράματος, εις βάρος μας, μου φαίνεται κακή διαχείριση.
Σαν να μην έχουμε όραμα…
Δεν έχουμε. Το όραμα, το τι θα σ’ εμπνεύσει και θα σου δώσει στόχο κάποιος πρέπει να μας το δώσει -σε κάθε κύκλο χρόνου. Εμείς, η δουλειά μας, είναι να ζούμε. Όταν κάποιες προσωπικότητες μας κάνουνε και καμαρώνουμε, συντονιζόμαστε, λέμε «Μπράβο». Αν τον αφήσεις τον κόσμο μόνο του θέλει να ζήσει, να μην έχει πολλές σκοτούρες, να κουράζεται μεν αλλά να ’χει και χρόνο για διακοπές, ταξιδάκια, να μην σκέφτεται, να τεμπελιάσει. Δεν είναι δουλειά του κόσμου το που πάει. Είναι δουλειά της κεφαλής, πνευματικής ή πολιτικής.
Και τώρα δεν υπάρχει ούτε η μία ούτε η άλλη;
Εγώ αισθάνομαι ότι δεν μπαίνουν σε κανένα ιδιαίτερο κόπο για σχεδιασμό. Αυτό που έχουν αγωνία να κάνουν είναι να συνεργαστούν με τις δεξαμενές των αποφάσεων, να διαχειριστούν τον τόπο όπως θέλει η φάση τώρα. Όντας αδύναμος οικονομικά, με ποιους θα θεωρηθείς σύμμαχος. Αυτό δεν έχει καμία προσωπική μάτια, δεν έχει όραμα. Όταν θα πάρεις κάποιες αποφάσεις, πρέπει να βάλεις νόημα σ’ αυτά που κάνεις, να ’χεις στο νου σου τα 100 επόμενα χρόνια, όχι την τετραετία σου.
Τον κόσμο τον εμπνέουν άνθρωποι μεγάλοι, που κοιτάνε πιο μπροστά. Αν τον αφήσεις, θα συνταυτιστεί, θα συντονιστεί αλλά δεν θα πάμε πουθενά όλοι μαζί. Γι’ αυτό και αγαπάμε εκείνους που μας ξαναθερμαίνουν το είναι μας, επιστήμονες, καλλιτέχνες, αθλητές, γιατρούς. Κάποιος που να νιώθουμε ότι έχει ξεκλειδώσει κάτι που μες στην καρδιά μας υπάρχει σε προσμονή.
Επίσης θεωρώ συγκλονιστικό θέμα το εργασιακό, να είσαι καταδικασμένος να είσαι άπραγος. Εχεις σπουδάσει, έχεις δώσει λεφτά, έχεις φάει τα νιάτα σου και να μην μπορείς μετά να κάνεις κάτι αντίστοιχο -είναι κι αυτό ένα είδος πολέμου.
Πάμε στα «Χορικά Ύδατα»…
Επειδή δεν μπορώ την ακινησία, δηλαδή δεν μπορώ την επανάληψη, έβαλα κάτι από μέσα μου σ’ αυτή την παράσταση. Πήρα ένα ρίσκο που να βασίζεται πάλι στη μουσική, στο μελοποιημένο λόγο αλλά με άλλο σημείο συνάντησης. Κι αυτό μου το έδωσαν οι θεατρικές μου συνεργασίες. Ο,τι είχα κάνει για το θέατρο μου δημιούργησε μια ιστορία που βρήκε τον δρόμο της. Ενα παζλ που έχει ένα νήμα εσωτερικό και τα συνδέει (σ.σ. με Χορικά απ’ το αρχαίο δράμα «Τρωάδες», «Αγαμέμνων», «Οιδίποδας», «Πλούτος», «Ιππείς» -και όχι μόνο, «Το Σκλαβί», «Το Εκτο Πάτωμα» κ.ά.).
«Η έμπνευση έχει δικαιοσύνη».
Μέσα στο δίωρο, περνάνε πάρα πολλά με τα αντίστοιχα Χορικά τους, που δίνουν τη δυνατότητα στους ηθοποιούς να τραγουδάνε μαγικά. Γιατί αυτό είναι το καμάρι μου -οι φωνές τους είναι μαγικές. Ολο αυτό έχει μια αφήγηση απρόσμενη, αλλά πιστεύω ισορροπημένη.
Θέλω να καμαρώσουμε τη συνάφεια της αγάπης για το θέατρο, Ελλαδίτες και Κύπριοι. Να δούνε δηλαδή τις νέες γενιές, τα ταλέντα και μαζί με τους ηγετικούς της ομάδας που είναι η Αννίτα Σαντοριναίου, κι έτσι να δώσω μια πληροφορία για τους ανθρώπους του θεάτρου ν’ ασχοληθούν με τα Χορικά. Τα Χορικά είναι πολύτιμα κείμενα -τι γράψανε οι ποιητές για τον λαό, ποια ήταν η κοινή γνώμη. Σαν κεφάλαιο τα Χορικά είναι αδαπάνητο.
Έχουν τόσα χρόνια γραφτεί για το θέατρο μουσικές πολλές και άξιες, συνθέτες τα έχουν μελοποιήσει, οπότε εγώ δίνω τη δικιά μου ζωή και σχέση με το πώς πέρασα, τι ένιωσα, τι γέννησα για το θέατρο. Και πιστεύω ν’ ανοίξει ένας δρόμος να το κάνουν κι άλλοι αυτό.
Άλλωστε πάντα, τα τραγούδια σας, είχαν-έχουν μια θεατρικότητα…
Μου ταιριάζουν οι ηθοποιοί για ερμηνευτές -το υπογραμμίζω. Να πάμε και πίσω; Η μεγάλη αγάπη του Κραουνάκη ήταν το θέατρο, πάντα. Άρα και οι μελωδίες που είχε γράψει πάνω στο λόγο μου είχαν αυτό το προσανατολισμό γιατί αγαπούσε πολύ περισσότερο από μένα το θέατρο.
Και μπορώ να πω τώρα, σ’ αυτή τη στιγμή της ζωής μου, ότι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει πολύ ωραία μιούζικαλ. Γιατί τα χρόνια φεύγουν.
Ίσως από εδώ και πέρα;
Δεν ξέρω. Για μένα, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Ευτυχώς η έμπνευση έχει δικαιοσύνη. Όταν έρχεται, σε λυτρώνει. Το θέμα είναι να πηγαίνεις στο ραντεβού για να δεις αν ήρθε…
Μυρτώ Λοβέρδου