Σε μια χώρα όπου τα έργα πολιτισμού αντιμετωπίζονται σαν διακοσμητικά στοιχεία για επετείους και εγκαίνια, ο βουλευτής Χρίστος Χριστοφίδης ήρθε απλώς να θυμίσει το αυτονόητο: ο προϋπολογισμός του Υφυπουργείου Πολιτισμού για το 2026 είναι, για ακόμη μια φορά, ανεπαρκής — και η λέξη «ανεπαρκής» είναι μάλλον ευγενική.
Η Κύπρος ξοδεύει για τον πολιτισμό περίπου τα μισά απ’ ό,τι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Ενώ οι άλλοι επενδύουν τουλάχιστον το 1% των δαπανών τους σε αυτό που κρατά ζωντανό τον πνευματικό ιστό μιας κοινωνίας, εμείς αρκεστήκαμε στο 0,62%, χάρη σε συγκυριακές αυξήσεις λόγω της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. Χωρίς αυτές, θα βρισκόμασταν στο γνώριμο 0,5% — εκεί όπου η λέξη «πολιτισμός» μεταφράζεται σε «παραπροϊόν του τουρισμού».
Το θέατρο που δεν μπορεί να σταθεί
Το περιβόητο σχέδιο «ΘΥΜΕΛΗ» υποτίθεται πως θα έδινε ανάσα στο κυπριακό θέατρο. Αντί αυτού, δημιούργησε έναν ασφυκτικό μηχανισμό όπου οι θίασοι παλεύουν να ανεβάσουν παραστάσεις με ελάχιστους πόρους, γραφειοκρατικά εμπόδια και αδιαφάνεια. Όταν η ίδια η Δέσποινα Μπεμπεδέλη —μια από τις σπουδαιότερες μορφές του κυπριακού θεάτρου— βλέπει το τελευταίο της έργο να μην εγκρίνεται, τότε δεν μιλάμε για ατυχία· μιλάμε για πολιτιστική τύφλωση.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η παρουσία του ΘΟΚ στο Φεστιβάλ Επιδαύρου παραμένει ζητούμενο. Αντί να υπάρξει σοβαρή διακρατική συνεργασία με την Ελλάδα, περιοριζόμαστε στο να «αγοράζουμε ταμπέλες» — πληρώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να δούμε το όνομα της Κύπρου σε παραγωγές άλλων. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τη συμμετοχή στον πολιτισμό: ως ενοικίαση ταυτότητας.
Ορχήστρες χωρίς στήριξη, καλλιτέχνες χωρίς ελπίδα
Η Συμφωνική Ορχήστρα και η Ορχήστρα Νέων βρίσκονται στο ίδιο έργο θεατές: διοικητικά συμβούλια που λειτουργούν με εχθρική διάθεση απέναντι στους ίδιους τους μουσικούς τους. Αντί να στηρίζεται η δημιουργία, τιμωρείται. Αντί να προάγεται η τέχνη, πνίγεται στη σιωπή της αδιαφορίας.
Το πρόγραμμα «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» —η υποτιθέμενη «ομπρέλα στήριξης» των καλλιτεχνών— έχει εξελιχθεί σε ανέκδοτο. Οι εικαστικοί και οι δημιουργοί παλεύουν με φόρμες, επιτροπές και «αξιολογήσεις» που θυμίζουν περισσότερο δημόσιο διαγωνισμό για αναλώσιμα παρά πολιτιστική πολιτική. Και όμως, η κυβέρνηση συνεχίζει να μιλά για «στήριξη της δημιουργικότητας» με ένα χαμόγελο αυτοϊκανοποίησης που θα ζήλευε και ο πιο πετυχημένος υπάλληλος δημοσίων σχέσεων.
Οι βιβλιοθήκες στις κάσες τους
Όσο για τις βιβλιοθήκες, η κατάσταση αγγίζει τα όρια του τραγικού. Η Κυπριακή Βιβλιοθήκη, κυριολεκτικά «ορφανή», εκδιώχθηκε από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής και κανείς δεν γνωρίζει ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Βιβλία στοιβαγμένα σε κάσες, δημοτικές βιβλιοθήκες χωρίς χώρους και προοπτική — μια εικόνα που θα έπρεπε να μας ντροπιάζει ως κοινωνία. Γιατί, αν κάτι αποκαλύπτει το επίπεδο ενός λαού, αυτό είναι ο τρόπος που φροντίζει τα βιβλία του.
Η κενότητα που επελαύνει
Ο Χριστοφίδης έχει δίκιο σε κάτι βαθύτερο: δεν είναι απλώς θέμα αριθμών. Είναι θέμα επιλογών. Ζούμε σε μια εποχή που η κενότητα, η προχειρότητα και η παρακμή προωθούνται με κρατική σφραγίδα, ενώ ο πολιτισμός παλεύει να επιβιώσει με τα ψίχουλα που του πετούν. Κι όμως, είναι ο πολιτισμός που μπορεί να μας προστατεύσει από αυτήν ακριβώς την παρακμή. Όχι ως πολυτέλεια, αλλά ως άμυνα απέναντι στη λήθη.
Η Κύπρος του 0,5% στον πολιτισμό είναι μια Κύπρος που ξοδεύει για το περίβλημα, όχι για το περιεχόμενο. Και όσο συνεχίζουμε έτσι, δεν θα χρειαστεί εχθρός να μας καταστρέψει — θα το κάνουμε μόνοι μας, σβήνοντας σταδιακά το φως της δημιουργίας μέσα σε μια χώρα που κάποτε λεγόταν «γενέτειρα της Αφροδίτης», και τώρα θυμίζει γραφείο τύπου της αδιαφορίας.
 





















 






